Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Βάτραχοι του Αριστοφάνη

Η υπόθεση της τραγωδίας είναι απλή. Ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, αφού συμβουλευτεί τον Ηρακλή για το πώς θα τα καταφέρει, για να βρει τον σπουδαιότερο ποιητή, να τον φέρει πίσω στο βασίλειο των ζωντανών και να βοηθήσει την πόλη των Αθηνών που τον χρειάζεται. Στον Κάτω Κόσμο κατέχει τον θρόνο ο Αισχύλος, όμως, καθώς ο Ευριπίδης ισχυρίζεται πως εκείνος θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση, γίνεται τελικά διαγωνισμός μεταξύ των δυο για το ποιος είναι καλύτερος, τόσο σε τεχνική, όσο και σε νοήματα. Τον διαγωνισμό κερδίζει ο Αισχύλος.

Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσιάζει είναι η ελευθεροστομία του Αριστοφάνη. Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμού είναι δύσκολο να ξαναμιλήσουμε δημόσια έτσι, όμως η φρεσκάδα του αρχαίου κειμένου παραμένει. Το αρχαίο κείμενο προτείνει μία νέα ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και χυδαιότητας, σε αντίθεση με τις μετέπειτα εξελίξεις που περιόρισαν τόσο πολύ την ελευθερία και διεύρυναν τον χώρο της χυδαιότητας για να περιέχει πολύ περισσότερα από όσα αρμόζει. Περιττό να πω πως την ελευθεροστομία συνοδεύει σεξουαλική ελευθεριότητα.

Όμως με αυτό το κείμενο δε σκοπεύω να σχολιάσω την ελευθεροστομία του μεγάλου κωμωδού. Θέλω να μιλήσω για το δεύτερο ζήτημα το οποίο με εντυπωσίασε στο έργο, αυτό της σύγκρουσης με τον Ευριπίδη και τον Σωκράτη και τις πολιτικές διαστάσεις αυτής της σύγκρουσης, γιατί κατά τη γνώμη μου ο Αριστοφάνης μας αποκαλύπτει ολόκληρο τον πολιτικό του προβληματισμό με έναν εξαίσιο τρόπο.

Το πολιτικό πρόβλημα στον Αριστοφάνη

Με ευθύτητα ο Αριστοφάνης ορίζει τον σκοπό της τραγωδίας και της κωμωδίας. Ο ποιητής είναι άξιος θαυμασμού αν με την τέχνη του βοηθά τους ανθρώπους να γίνονται καλύτεροι στις πόλεις. Η βελτίωση δηλαδή των πολιτών είναι ο σκοπός της ποιητικής τέχνης, ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα. Και υπό το πρίσμα του ζητήματος αυτού κρίνει ο Αριστοφάνης όχι μόνο τραγικούς ποιητές όπως ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, αλλά και φιλοσόφους όπως ο Σωκράτης.

Είναι συγκλονιστικά απλή η τοποθέτησή του Αριστοφάνη και σίγουρα δεν είναι αυτή που φαντάζεται ένας άνθρωπος που μελετά τα μεγάλα έργα τέχνης για καλλιτεχνικούς λόγους και μόνο. Αξίζει να δούμε πώς το λέει, στον διάλογο μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη στον Κάτω Κόσμο (στ. 1008 και κάτω):

Αισχύλος: τίνος ούνεκα χρη θαυμάζειν άνδρα ποιητήν;

Ευριπίδης: δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους τε ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσι.

Αισχύλος: τουτ' ουν μη πεποίηκας, αλλ εκ χρηστών και γενναίων μοχθηροτάτους απέδειξας, τι παθείν φήσεις άξιος είναι;

Διόνυσος: τεθνάναι· μη τούτον ερώτα.

Σημασία φαίνεται να έχει η ποιότητα των πολιτών. Πώς τους παραλαμβάνει ο ποιητής και πώς τους παραδίδει. Προϋποτίθεται ότι το έργο του ποιητή έχει επίδραση στους ανθρώπους, ότι αλλάζει την ποιότητά τους, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο.

Σημειώνω την πολιτική υφή της ποιότητας για την οποία μιλάμε. Έχει να κάνει με τη γενναιότητα και με τη χρηστότητα. Παρακάτω το αναλύει περισσότερο, αντιδιαστέλλοντας τους γενναίους πολεμιστές που "δημιουργεί" ο Αισχύλος, με τους αγοραίους και πανούργους  που "δημιουργεί" ο Ευριπίδης.

Άρα το ζήτημα της τέχνης είναι στην ουσία πολιτικό και όχι καλλιτεχνικό.

Γιατί όμως αυτή η επίθεση του Αριστοφάνη στον Ευριπίδη; Τι διακρίνει ο Αριστοφάνης στην τέχνη του Ευριπίδη που τον κάνει να την απορρίψει;

Είναι αποκαλυπτικό ένα απόσπασμα παρακάτω, στη σκηνή που ο Διόνυσος ζυγίζει στίχους των δυο τραγικών ποιητών για να δει ποιος διαθέτει μεγαλύτερο βάρος. Στη δεύτερη προσπάθεια υπάρχει η εξής στιχομυθία (στ. 1390 και κάτω):

Διόνυσος: λέγε

Ευριπίδης: ουκ έστι Πειθούς ιερόν άλλο πλην λόγος.

Αισχύλος: μόνος θεών γαρ θάνατος ου δώρων ερά.

Διόνυσος: μέθεσθε, μέθεσθε· και το τούδε γ' αυ ρέπει· θάνατον γαρ εισέθηκε βαρύτατον κακόν.

Ευριπίδης: εγώ δε πειθώ γ', έπος άριστ' ειρημένον.

Διόνυσος: πειθώ δε κούφον εστι και νουν ουκ έχον.

Ο Ευριπίδης δίνει μεγάλη σημασία στην πειθώ και τον λόγο. Για τον Αριστοφάνη η πειθώ είναι κάτι ελαφρύ, χωρίς νου. Αν όμως η πειθώ και ο λόγος δε ζυγίζουν πολύ στη ζυγαριά του Αριστοφάνη, αντιλαμβανόμαστε πως έχει ένα αξιακό σύστημα το οποίο τον φέρνει σε αντίθεση με τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη και άλλους. Και πράγματι, στο τέλος του έργου αναφέρει ονομαστικά τον Σωκράτη (στ. 1491 και κάτω):

χαρίεν ουν μη Σωκράτει παρακαθήμενον λαλείν, αποβαλόντα μουσικήν τα τε μέγιστα παραλιπόντα της τραγωδικής τέχνης. το δ' επί σεμνοίσιν λόγοισι και σκαριφησμοίσι λήρων διατριβήν αργόν ποιείσθαι, παραφρονούντος ανδρός.

Η στάση του Αριστοφάνη υπαγορεύεται από την άποψή του για την τέχνη της πειθούς και τη χρήση του λόγου. Ο Ευριπίδης καταδικάζεται γιατί δίνει στους απλούς πολίτες τη δυνατότητα να εκφράσουν τους εαυτούς τους όπως είναι, ενώ ο Αισχύλος επαινείται γιατί με την τέχνη του βελτιώνει τους πολίτες. Εδώ συγκρούονται δυο φιλοσοφίες, δυο στάσεις απέναντι στους πολίτες. Μια στάση κατά την οποία ο ποιητής βιώνει το μεγαλείο και θέλει να βοηθήσει τους συμπολίτες του να το φτάσουν και αυτοί. Και μια στάση κατά την οποία ο ποιητής αποδέχεται τους συμπολίτες του όπως είναι και προσπαθεί να τους δώσει φωνή, να τους μάθει τον τρόπο να εκφράσουν δημόσιο λόγο.

Το ζήτημα δηλαδή που τίθεται έχει να κάνει με τον μέσο άνθρωπο. Έχει ανάγκη μιας τέχνης που παράγει δέος όπως του Αισχύλου, ή μιας τέχνης παρμένη από την καθημερινότητα που παράγει λόγο όπως του Ευριπίδη; Ποιος είναι, εν τέλει, αυτός ο μέσος άνθρωπος και ποια σχέση οφείλει να έχει με αυτόν η τέχνη;

Η δυσκολία είναι τεράστια. Ποια είναι η ισορροπία μεταξύ παιδαγωγικής και εκπροσώπησης του εκλογικού σώματος; Πότε προσπαθείς να βελτιώσεις τους συμπολίτες σου και πότε προσπαθείς να επιβάλεις τις δικές σου απόψεις στο όνομα μιας υποτιθέμενης βελτίωσης; Πότε τους εκπροσωπείς και πότε υποδαυλίζεις τα πάθη στο όνομα της εκπροσώπησης; Είναι σύνθετα ερωτήματα. Και αποκτούν μια άλλη διάσταση αν τα δούμε από τη σκοπιά του πολιτικού και του πολίτη και όχι μόνο από τη σκοπιά του καλλιτέχνη.

Συγκρούεται μια απλοϊκή οπτική για το εκλογικό σώμα που το εξιδανικεύει με μια πραγματικότητα που πολλές φορές είναι αδυσώπητη, καθώς το εκλογικό σώμα συχνά κάνει επιλογές ανορθολογικές και αυτοκαταστροφικές. Τα ιδανικά του Αριστοφάνη είναι μάλλον σαφή και έχουν να κάνουν με την πόλη. Ο πολίτης πρέπει να βάζει το συμφέρον της πόλης πάνω από το ατομικό συμφέρον, να είναι έντιμος στις συναναστροφές του, να γυμνάζεται, να είναι ανδρείος στον πόλεμο, να ζει λιτά, να αντιλαμβάνεται τη θέση του σε μια κοινωνική ιεραρχία ώστε να πασχίζει να δίνει όλον του τον εαυτό προς δόξαν της πόλης.

Κάτω από αυτό το πρίσμα χρησιμοποιείται το μεγαλείο στην τέχνη για διδακτικούς - πολιτικούς σκοπούς, ενώ ο λόγος εκείνος που εξισώνει τους πολίτες χωρίς να βλέπει διαφορές στην ποιότητα θεωρείται διαλυτικός για τους δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή για τη διακυβέρνηση και το μέλλον της πόλης.

Ο Αριστοφάνης έχει χαρακτηριστεί από μερικούς ως συντηρητικός επειδή υπερασπίζεται έναν τρόπο ζωής παραδοσιακό και ιεραρχικό. Με βάση αυτα που μόλις είπαμε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολίτης ο οποίος ανησυχεί βαθιά για την πορεία που παίρνει η πόλη και φοβάται τον εκφυλισμό της δημοκρατίας σε φαυλότητα. Το αν οι άξιοι να κυβερνούν ταυτίζονται με τους πλουσίους ολίγους δε διευκρινίζεται.

Ο Ευριπίδης αναφέρεται στη δημοκρατικότητα, προς υπεράσπιση του τρόπου του.

Ευριπίδης: μα τον Απόλλω· δημοκρατικόν γαρ αυτ' έδρων.

Ο Αριστοφανικός Αισχύλος όμως δεν αντιμετωπίζει άμεσα το θέμα της δημοκρατικότητας, με αποτέλεσμα μερικοί ερμηνευτές να κατατάξουν τον Αριστοφάνη στους ολιγαρχικούς. Πηγαίνει κατευθείαν στην ουσία, αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό του Ευριπίδη μάλλον ως πρόσχημα, παρά ως το πραγματικό πρόβλημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου