Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2012

Είναι η ψυχολογία!

Ο Αρριανός λέει κάτι πολύ πετυχημένο για τον Αλέξανδρο:

Και αν δεν έβρισκε κάποιον άλλο με τον οποίο θα ανταγωνιζόταν, θα ανταγωνιζόταν με τον ίδιο του τον εαυτό συνέχεια.

ει και μη άλλω τω, αλλά αυτόν γε αυτώ ερίζοντα

Αλλά και οι Βραχμάνοι λένε κάτι ενδιαφέρον:

Εσύ όμως, αν και είσαι ίδιος σε όλα με τους υπόλοιπους, πέραν του ότι είσαι πολυάσχολος και άπληστος, αφού ξεκίνησες από την πατρίδα σου και διασχίζεις τόσο μεγάλη απόσταση, και εσύ ενοχλείσαι και άλλους ενοχλείς.

Και προσθέτει κάτι εύστοχο ο Αρριανός:

Ο Αλέξανδρος επιδοκίμασε αυτά τα λόγια και εκείνους που τα είπαν, όμως έπραξε διαφορετικά και αντίθετα από όσα επιδοκίμασε.

Και τελειώνω με την ιστορία ενός Βραχμάνου που ακολούθησε τον Αλέξανδρο. Αυτός αρρώστησε και δεν ήθελε να αλλάξει τη ζωή του και ζήτησε να αυτοκτονήσει. Ο Αλέξανδρος του το επέτρεψε αφού τον τίμησε ιδιαιτέρως. Άναψε η φωτιά λοιπόν και αυτός κάηκε χωρίς να αντιδράσει στον πόνο, κατά τα έθιμα των Ινδών. Αντίθετα έψελνε ευχαριστίες στους θεούς, στη γλώσσα του.

Και σημειώνει ο Αρριανός:

πόσο δυνατή και ακατανίκητη είναι η ανθρώπινη θέληση στο να κάνει οτιδήποτε.

Ταύτα και τοιαύτα υπέρ Καλάνου του Ινδού ικανοί αναγεγράφασιν, ουκ άχρεια πάντα ες ανθρώπους, ότω γνώναι επιμελές, ως καρτερόν τε εστι και ανίκητον γνώμη ανθρωπίνη ό τι περ εθέλει εξεργάσασθαι.

Όλεθρος

Διαβάζω τον Αρριανό και εκπλήσσομαι από αυτά που περιγράφονται. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν να είναι... μύγες. Πηγαίνει εδώ ο Αλέξανδρος με τους Μακεδόνες, σκοτώνουν πέντε χιλιάδες. Πηγαίνουν εκεί, σκοτώνουν δεκαεπτά χιλιάδες. Είναι κάτι το φοβερό.

Πηγαίνει από πόλη σε πόλη, και τους λέει ή θα υποταχτείτε σε μένα, ή θα πολεμήσουμε. Και βρίσκονται να πολεμούν στα καλά καθούμενα, από το πουθενά, επειδή ο Αλέξανδρος ήθελε να γίνει κοσμοκράτορας! Είναι πραγματικά ασύλληπτο. Να είσαι στην Ινδία π.χ. και να ζεις τη ζωή σου ειρηνικά και να σου έρχεται ο άλλος από την... Μακεδονία και να σου λέει υποταγή ή πόλεμος. Και με τον πόλεμο να πεθαίνουν χιλιάδες. Και αυτό να γίνεται ξανά και ξανά, από τις αναρίθμητες πόλεις από τις οποίες πέρασε ο Αλέξανδρος. Φοβερό.

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

Γιατί;


Διαβάζω το έργο του Αρριανού για τον Αλέξανδρο. Ένα ερώτημα δημιουργείται στο μυαλό μου. Γιατί ένας Μακεδόνας να θέλει να κατακτήσει τους λαούς που βρίσκονται μετά από την... Ινδία; Τι δουλειά έχει στην Ινδία ο Αλέξανδρος και γιατί δεν ικανοποιείται με τις κατακτήσεις του αλλά θέλει να κατακτήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα; Ποιο το νόημα; Εμένα μου φαίνεται τρομερά βαρετό όλο αυτό, ένας τρόπος να ξοδεύεις τον χρόνο σου χωρίς να έρχεσαι αντιμέτωπος με την έλλειψη νοήματος του κόσμου.

Στο πέμπτο βιβλίο δίνει ο Αλέξανδρος μια απάντηση. Πέρας δε των πόνων γενναίω μεν ανδρί ουδέν δοκώ έγωγε ότι μη αυτούς τους πόνους, όσοι αυτών ες καλά έργα φέρουσι. Η μετάφραση που έχω διαθέσιμη λέει: Για έναν γενναίο άνδρα, όπως εγώ νομίζω, δεν υπάρχει κανένα τέλος των μόχθων του παρά μόνο όσοι από τους αγώνες του καταλήγουν σε ένδοξες πράξεις. Και συνεχίζει μιλώντας για τη δόξα που απομένει μετά τον θάνατο ενός άνδρα, αλλά και για τη δόξα που κέρδισαν ο Ηρακλής και ο Διόνυσος, τους οποίους μπορούν οι Μακεδόνες να ξεπεράσουν

Δεν τον καταλαβαίνω. Συμφωνώ με τον Κοίνο, που του απαντά με παρρησία πως είναι καιρός να γυρίσουν στα σπίτια τους όσοι έχουν απομείνει ζωντανοί και να συνεχίσει τα σχέδιά του, εφόσον αυτό επιθυμεί, αργότερα, με νέους στρατιώτες. Enough is enough.

Αν δεν ήξερα πως πράγματι υπήρξε ο Αλέξανδρος θα έλεγα πως πρόκειται για ήρωα τραγωδίας. Ο θάνατός του ολοκληρώνει μία ζωή που δόθηκε στην κατάκτηση του γνωστού κόσμου. Αν είχε μπροστά του είκοσι ή τριάντα χρόνια ακόμα τι θα έκανε; Πώς θα ζούσε τη ζωή του; Γιατί μπορεί να κατακτήσεις ολόκληρο τον κόσμο, τι θα κάνεις όμως μετά; Πώς θα οργανώσεις τη ζωή των υπηκόων σου; Πώς θα εκφραστεί αυτό που σε κινεί να κατακτήσεις τον κόσμο όταν δε θα υπάρχει τίποτε να κατακτηθεί;

Δεν υπάρχει λογικό κίνητρο πίσω από την επιθυμία του Αλέξανδρου να συνεχίσει. Το πάθος της κατάκτησης είναι άλογο. Ο ψυχολογικός κόσμος του Αλέξανδρου διαμόρφωσε την ιστορία πολλών λαών, γιατί ο ψυχολογικός του κόσμος ήταν αυτός που τον οδήγησε να ξεπεράσει κάθε όριο.

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Οδυσσέας

Μία σκηνή που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον Αίαντα είναι εκεί που η Αθηνά καλεί τον Οδυσσέα να δει τον θολωμένο Αίαντα. Ο Οδυσσέας αρχικά φοβάται, επειδή ο Αίας είναι πολύ δυνατός, όμως η Αθηνά επιμένει και του εγγυάται πως με τη δύναμή της θα τον κάνει αόρατο στα μάτια του εχθρού του.

Ενώ ο Οδυσσέας έχει κάθε λόγο να χαίρεται και να υπερηφανεύεται, που έχει την εύνοια της θεάς και που ο εχθρός του εξευτελίζεται μπροστά του, βλέπει μακρύτερα από όλα αυτά και λέει κάτι συγκλονιστικό:

βάζω με τον νου μου όχι πιο λίγο
απ' τη δική του μοίρα τη δική μου·
γιατί βλέπω, πως τίποτα εμείς άλλο
δεν είμαστε, όσοι ζούμε, παρά μόνο
φαντάσματα κι ένας ανάερος ίσκιος.

Ο Οδυσσέας επιβεβαιώνει τη φήμη του για τη διορατικότητά του. Βλέπει πέρα από αυτά που συμβαίνουν, στη βαθύτερη πραγματικότητα των γεγονότων. Αν ο αντίπαλός του, ένας πολύ ισχυρός πολεμιστής, μπορεί τόσο εύκολα να χάσει τα λογικά του, να περνά για εχθρούς του άλογα ζώα και να μη βλέπει αυτά που διαδραματίζονται μπροστά του, τότε ποιος εγγυάται ότι κάτι τέτοιο δε θα συμβεί και στον ίδιο τον Οδυσσέα αν οι θεοί αλλάξουν τις προτιμήσεις τους;

ορώ γαρ ημάς ουδέν όντας άλλο πλην
είδωλ' όσοιπερ ζώμεν ή κούφην σκιάν.

Να ένας άνδρας με φρόνηση. Δεν ικανοποιείται από την προσωρινή νίκη. Χρησιμοποιεί το μυαλό του, και είναι ιδιαίτερα ταλαντούχος στη σκέψη, σε όλες τις περιστάσεις για να φτάσει στη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων.

Το ζήτημα της εξουσίας στον Αίαντα και την Ηλέκτρα του Σοφοκλή

Ένα από τα θέματα που θέτει ο Σοφοκλής στις δυο τραγωδίες που διάβαζα χθες και σήμερα είναι αυτό της στάσης του ατόμου απέναντι σε αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία. Στον Αίαντα, τόσο ο ίδιος ο Αίας όσο και ο αδερφός του ο Τεύκρος έρχονται αντιμέτωποι με τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, ενώ στην Ηλέκτρα, η πρωταγωνίστρια έρχεται αντιμέτωπη με την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο.

Το επιχείρημα είναι απλό: είναι έξυπνο να υποτάσσεται κανείς στον ισχυρότερό του, γιατί εκείνος έχει τη δύναμη να τον εξαναγκάσει ή να τον αφανίσει. Η αδερφή της Ηλέκτρας, η Χρυσόθεμη, το θέτει ως εξής:

Δεν είναι όπως το λέγω εγώ το δίκιο,
μα όπως το κρίνεις συ· κι όμως, αν θέλω
ελεύθερη να ζω, πρέπει στα πάντα
να υπακούω σ' αυτούς που εξουσιάζουν.

Αντίστοιχα, ο Μενέλαος, για την αρπαγή της γυναίκας του οποίου γίνεται ο Τρωικός Πόλεμος, λέει στον Τεύκρο:

όποιος έχει φόβο μαζί και σέβας
αυτός, να ξέρεις, βρίσκει σωτηρία

Ο Μενέλαος πηγαίνει ένα βήμα παραπάνω, λέγοντας πως αν δεν υποτάσσεται ο ασθενέστερος στον ισχυρότερο, τότε η πόλη θα χαθεί.

Ο Τεύκρος δεν πείθεται και οι αντίπαλοι ετοιμάζονται για σύγκρουση. Τη λύση δίνει όμως ο Οδυσσέας, ο οποίος με τα λόγια του πείθει τον Αγαμέμνονα να επιτρέψει την ταφή του Αίαντα. Ο Οδυσσέας βλέπει μακρύτερα από τους υπόλοιπους. Καταλαβαίνει πως ο Αγαμέμνονας και ο ίδιος έχουν κερδίσει, αφού ο εχθρός τους αυτοκτόνησε, και ξέρει πως αν παρατραβήξει το σχοινί διακινδυνεύει χωρίς λόγο.

Ούτε και η Ηλέκτρα πείθεται. Θαυμάζει τη σωφροσύνη της αδερφής της, αλλά καταδικάζει τη δειλία της. Η λύση έρχεται από τον Ορέστη, ο οποίος σκοτώνει την μητέρα του και τον εραστή της, για να εκδικηθεί τη δολοφονία του πατέρα του.

Και στις δυο τραγωδίες ο θεατής βρίσκεται μπροστά στο ζήτημα της ισχύος. Από τη μια, είναι ζημία να τα βάζει κανείς με κάποιον ισχυρότερό του. Από την άλλη υπάρχουν δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο που τον ωθούν σε αποφάσεις που μπορεί να τον ζημιώσουν. Κανείς μπορεί να αποφασίσει να αντιπαρατεθεί στην εξουσία αναλαμβάνοντας το τίμημα της επιλογής του.

Από τον Αίαντα του Σοφοκλή στον Νίτσε

Πηγαίνω, γιατί θα ήτανε ντροπή μου
να μάθουν πως με λόγια σωφρονίζω
ενώ μπορώ τη βία να επιβάλω.

Αυτά είναι τα λόγια του Μενέλαου, από την τραγωδία "Αίας" του Σοφοκλή. Ο Μενέλαος έχει τσακωθεί με τον Τεύκρο, επειδή θέλει να τον εμποδίσει να θάψει τον ετεροθαλή αδερφό του, τον ήρωα Αίαντα, ο οποίος αυτοκτόνησε μη μπορώντας να αντέξει τη ντροπή, όταν, αντί να σκοτώσει τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα, σκοτώνει, τυφλωμένος από την Αθηνά, ζώα, νομίζοντας πως είναι εκείνοι.

Δε θα μιλήσω για ολόκληρη την τραγωδία. Θα αναφερθώ μόνο στους στίχους αυτούς, γιατί με το που τους διάβασα κατάλαβα από πού πήρε ο Νίτσε την ιδέα ότι για τους αρχαίους Έλληνες η δύναμη είναι πιο έντιμη από τα λόγια. Ο Φρειδερίκος Νίτσε δεν ήταν φιλόσοφος μόνο, αλλά και φιλόλογος. Οι γνώσεις του για την αρχαία ελληνική γραμματεία ήταν λεπτομερείς. Είχε μελετήσει ιδιαίτερα τις αρχαίες τραγωδίες, άρα και τον Αίαντα. Εικάζω πως από αυτούς τους στίχους του μπήκε η ιδέα που θα εκφράσει καθαρότερα στο Λυκόφως των Ειδώλων:

........Πριν από τον Σωκράτη οι άνθρωποι της καλής κοινωνίας αποποιούνταν τους διαλεκτικούς τρόπους: τους θεωρούσαν κακούς τρόπους, εξευτελιστικούς. Προφύλασσαν τη νεολαία από αυτούς...... Παντού όπου η αυθεντία εξακολουθεί να ανήκει στην καλή συμπεριφορά, παντού όπου δεν "επιχειρηματολογεί" κανείς αλλά διατάζει, ο διαλεκτικός είναι ένα είδος παλιάτσου: γελούν μαζί του, δεν τον παίρνουν στα σοβαρά. -Ο Σωκράτης ήταν ο παλιάτσος που κατόρθωσε να τον πάρουν στα σοβαρά: τι συνέβη λοιπόν τότε;

Διαλέγει κανείς τη διαλεκτική μόνο όταν δεν έχει άλλο μέσο........ Η διαλεκτική μπορεί να είναι μόνο άμυνα στα χέρια εκείνων που δεν έχουν πια κανένα άλλο όπλο........

Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

Αλκιβιάδης

Και για να τελειώνουμε με τους Βατράχους για να παίρνουν σειρά και οι Νεφέλες, θα ήθελα να σχολιάσω και την τροπή που παίρνει η συζήτηση στο τέλος της κωμωδίας. Εκεί ο ποιητής θέτει χωρίς περιστροφές το πρόβλημα που ταλανίζει την πόλη. Και το όνομα του προβλήματος: Αλκιβιάδης. Η γοητευτική προσωπικότητα που συναρπάζει αλλά και δαιμονίζει τους Αθηναίους, ένας ηγέτης με απίθανου μεγέθους ικανότητες, που παρασύρει την πόλη, πότε στη μια και πότε στην άλλη κατεύθυνση. Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί; Αυτό το ερώτημα τίθεται από τον Αριστοφάνη - Διόνυσο στον Ευριπίδη και τον Αισχύλο. Και οι απαντήσεις που παίρνει έχουν τη δική τους σημασία.



Η απόκριση του Ευριπίδη είναι πως μισεί αυτόν που δεν ωφελεί την πόλη αλλά προτιμά το ατομικό όφελος. Μοιάζει να τα λέει καλά, έτσι; Αυτή άλλωστε λέμε πως είναι και η στάση του Αριστοφάνη.

Ευριπίδης: μισώ πολίτην, όστις ωφελείν πάτραν βραδύς πέφυκε, μεγάλα δε βλάπτειν ταχύς, και πόριμον αυτώ, τη πόλει δ' αμήχανον.

Και πράγματι, ο Αριστοφάνης αναγνωρίζει ότι καλά αποκρίθηκε.

Διόνυσος: εύ γ'

Όμως για να δούμε την απάντηση του Αισχύλου.

Αισχύλος: ου χρη λέοντος σκύμνον εν πόλει τρέφειν, ην δ' εκτραφή τις, τοις τρόποις υπηρετείν.

Μας λέει δηλαδή κάτι πολύ βαθύτερο. Παρομοιάζει τον ηγέτη εκείνον του οποίου οι δυνάμεις είναι τόσο μεγάλες που τον καθιστούν επικίνδυνο για την πόλη με ένα λιοντάρι. Η πόλη, λέει, δεν πρέπει να τρέφει λιονταράκια για να γίνουν λιοντάρια. Αλλά άμα έγινε αυτό που δεν έπρεπε να γίνει και έχουμε το λιοντάρι, πρέπει αυτό να υπηρετήσει τους τρόπους της πόλης.

Δεν μπορεί δηλαδή η Αθήνα να ωφεληθεί από μια απομάκρυνση του Αλκιβιάδη. Πρέπει να τον χρησιμοποιήσει, αλλιώς θα χαθεί.

Μετά η κουβέντα προχωρά, και ο Ευριπίδης προτείνει μια κίνηση μη ρεαλιστική. Την επίθεση από αέρα στα πλοία των εχθρών.

Ευριπίδης: ει ναυμαχοίεν κατ' έχοντες οξίδας ραίνοιεν ες τα βλέφαρα των εναντίων.

Και συνεχίζει αμέσως με μια κίνηση πολιτικού αμοραλισμού και παραδοξολογίας:

Ευριπίδης: όταν τα νυν άπιστα πισθ' ηγώμεθα, τα δ' όντα πιστ' άπιστα.

Να αντιστρέψουμε δηλαδή το αξιακό μας σύστημα ώστε να τιμήσουμε αυτούς που θεωρούμε άχρηστους για την πόλη, ενώ να αδιαφορήσουμε για αυτούς που θεωρούμε χρήσιμους. Η λογική πίσω από αυτό είναι ότι αφού δυστυχούμε ακολουθώντας τους μεν και μη χρησιμοποιώντας τους δε, η κατάσταση θα αλλάξει και θα σωθούμε αν κάνουμε το αντίθετο.

Όταν έρχεται η σειρά του Αισχύλου, δε δίνει απλά μια γνώμη. Ερευνά πρώτα να μάθει για την πόλη. Τι κάνει με τους άξιους;

Αισχύλος: την πόλιν νυν μοι φράσον πρώτον, τίσι χρήται; πότερα τοις χρηστοίς;

Και μετά, αφού ο Διόνυσος - Αριστοφάνης απαντήσει ότι η πόλη μισεί τους άξιους, συνεχίζει:

Αισχύλος: τοις πονηροίς δ' ήδεται;

Αφού ο Διόνυσος απαντήσει πως δεν τους αγαπά ούτε αυτούς, ακούγεται το περίφημο:

Αισχύλος: πώς ουν τις αν σώσειε τοιαύτην πόλιν, ή μήτε χλαίνα μήτε σίσυρα συμφέρει;

Πώς, δηλαδή, να σώσει κανείς τέτοια πόλη, που ούτε με χοντρό ούτε με ευτελή χιτώνα ικανοποιείται; Πώς να σωθεί μια πόλη που δεν ικανοποιείται με τίποτα;

Φοβερά διεισδυτική ματιά στα αθηναϊκά πράγματα.

Και βέβαια, ο Αισχύλος έχει απάντηση.

Αισχύλος: την γην όταν νομίσωσι την των πολεμίων είναι σφετέραν, την δε σφετέραν των πολεμίων, πόρον δε τας ναυς, απορία δε τον πόρον.

Οι Αθηναίοι δηλαδή καλούνται να πολεμήσουν έχοντας στον νου τους ότι έχουν κερδίσει τη γη των εχθρών, ώστε η μελλοντική επιτυχία να τους δυναμώσει. Καλούνται να πολεμήσουν έχοντας στον νου τους ότι έχουν χάσει τη δική τους γη, από τους εχθρούς, ώστε να πολεμήσουν με όλες τους τις δυνάμεις για αυτά που έχουν να χάσουν. Καλούνται να χρησιμοποιήσουν τα πλοία σαν διέξοδο. Και να θεωρήσουν την διέξοδο της γης ως αδιέξοδο.

Ο Αισχύλος δηλαδή προτείνει έναν νυν υπέρ πάντων αγώνα, που θα γίνει με τα πλοία μιας και αυτά αποτελούν το συγκριτικό πλεονέκτημα των Αθηναίων έναντι των Σπαρτιατών. Η ξηρά θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Έχουν όμως την παντοκρατορία στη θάλασσα οπότε καλούνται να εκμεταλλευτούν αυτό το ατού τους.

Μετά από αυτήν την απάντηση ο Διόνυσος διαλέγει τον Αισχύλο για να επιστρέψει στον πάνω κόσμο ώστε να δώσει παραινέσεις στους Αθηναίους μέσα από την τέχνη του για να οδηγηθούν στη νίκη.

Η κωμωδία παρουσιάστηκε στο Αθηναϊκό κοινό δύο χρόνια πριν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου και κέρδισε το πρώτο βραβείο.

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012

Βάτραχοι του Αριστοφάνη

Η υπόθεση της τραγωδίας είναι απλή. Ο Διόνυσος κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, αφού συμβουλευτεί τον Ηρακλή για το πώς θα τα καταφέρει, για να βρει τον σπουδαιότερο ποιητή, να τον φέρει πίσω στο βασίλειο των ζωντανών και να βοηθήσει την πόλη των Αθηνών που τον χρειάζεται. Στον Κάτω Κόσμο κατέχει τον θρόνο ο Αισχύλος, όμως, καθώς ο Ευριπίδης ισχυρίζεται πως εκείνος θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτήν τη θέση, γίνεται τελικά διαγωνισμός μεταξύ των δυο για το ποιος είναι καλύτερος, τόσο σε τεχνική, όσο και σε νοήματα. Τον διαγωνισμό κερδίζει ο Αισχύλος.

Το πρώτο πράγμα που με εντυπωσιάζει είναι η ελευθεροστομία του Αριστοφάνη. Μετά από δύο χιλιάδες χρόνια Χριστιανισμού είναι δύσκολο να ξαναμιλήσουμε δημόσια έτσι, όμως η φρεσκάδα του αρχαίου κειμένου παραμένει. Το αρχαίο κείμενο προτείνει μία νέα ισορροπία μεταξύ ελευθερίας και χυδαιότητας, σε αντίθεση με τις μετέπειτα εξελίξεις που περιόρισαν τόσο πολύ την ελευθερία και διεύρυναν τον χώρο της χυδαιότητας για να περιέχει πολύ περισσότερα από όσα αρμόζει. Περιττό να πω πως την ελευθεροστομία συνοδεύει σεξουαλική ελευθεριότητα.

Όμως με αυτό το κείμενο δε σκοπεύω να σχολιάσω την ελευθεροστομία του μεγάλου κωμωδού. Θέλω να μιλήσω για το δεύτερο ζήτημα το οποίο με εντυπωσίασε στο έργο, αυτό της σύγκρουσης με τον Ευριπίδη και τον Σωκράτη και τις πολιτικές διαστάσεις αυτής της σύγκρουσης, γιατί κατά τη γνώμη μου ο Αριστοφάνης μας αποκαλύπτει ολόκληρο τον πολιτικό του προβληματισμό με έναν εξαίσιο τρόπο.

Το πολιτικό πρόβλημα στον Αριστοφάνη

Με ευθύτητα ο Αριστοφάνης ορίζει τον σκοπό της τραγωδίας και της κωμωδίας. Ο ποιητής είναι άξιος θαυμασμού αν με την τέχνη του βοηθά τους ανθρώπους να γίνονται καλύτεροι στις πόλεις. Η βελτίωση δηλαδή των πολιτών είναι ο σκοπός της ποιητικής τέχνης, ένα καθαρά πολιτικό ζήτημα. Και υπό το πρίσμα του ζητήματος αυτού κρίνει ο Αριστοφάνης όχι μόνο τραγικούς ποιητές όπως ο Αισχύλος και ο Ευριπίδης, αλλά και φιλοσόφους όπως ο Σωκράτης.

Είναι συγκλονιστικά απλή η τοποθέτησή του Αριστοφάνη και σίγουρα δεν είναι αυτή που φαντάζεται ένας άνθρωπος που μελετά τα μεγάλα έργα τέχνης για καλλιτεχνικούς λόγους και μόνο. Αξίζει να δούμε πώς το λέει, στον διάλογο μεταξύ του Αισχύλου και του Ευριπίδη στον Κάτω Κόσμο (στ. 1008 και κάτω):

Αισχύλος: τίνος ούνεκα χρη θαυμάζειν άνδρα ποιητήν;

Ευριπίδης: δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους τε ποιούμεν τους ανθρώπους εν ταις πόλεσι.

Αισχύλος: τουτ' ουν μη πεποίηκας, αλλ εκ χρηστών και γενναίων μοχθηροτάτους απέδειξας, τι παθείν φήσεις άξιος είναι;

Διόνυσος: τεθνάναι· μη τούτον ερώτα.

Σημασία φαίνεται να έχει η ποιότητα των πολιτών. Πώς τους παραλαμβάνει ο ποιητής και πώς τους παραδίδει. Προϋποτίθεται ότι το έργο του ποιητή έχει επίδραση στους ανθρώπους, ότι αλλάζει την ποιότητά τους, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο.

Σημειώνω την πολιτική υφή της ποιότητας για την οποία μιλάμε. Έχει να κάνει με τη γενναιότητα και με τη χρηστότητα. Παρακάτω το αναλύει περισσότερο, αντιδιαστέλλοντας τους γενναίους πολεμιστές που "δημιουργεί" ο Αισχύλος, με τους αγοραίους και πανούργους  που "δημιουργεί" ο Ευριπίδης.

Άρα το ζήτημα της τέχνης είναι στην ουσία πολιτικό και όχι καλλιτεχνικό.

Γιατί όμως αυτή η επίθεση του Αριστοφάνη στον Ευριπίδη; Τι διακρίνει ο Αριστοφάνης στην τέχνη του Ευριπίδη που τον κάνει να την απορρίψει;

Είναι αποκαλυπτικό ένα απόσπασμα παρακάτω, στη σκηνή που ο Διόνυσος ζυγίζει στίχους των δυο τραγικών ποιητών για να δει ποιος διαθέτει μεγαλύτερο βάρος. Στη δεύτερη προσπάθεια υπάρχει η εξής στιχομυθία (στ. 1390 και κάτω):

Διόνυσος: λέγε

Ευριπίδης: ουκ έστι Πειθούς ιερόν άλλο πλην λόγος.

Αισχύλος: μόνος θεών γαρ θάνατος ου δώρων ερά.

Διόνυσος: μέθεσθε, μέθεσθε· και το τούδε γ' αυ ρέπει· θάνατον γαρ εισέθηκε βαρύτατον κακόν.

Ευριπίδης: εγώ δε πειθώ γ', έπος άριστ' ειρημένον.

Διόνυσος: πειθώ δε κούφον εστι και νουν ουκ έχον.

Ο Ευριπίδης δίνει μεγάλη σημασία στην πειθώ και τον λόγο. Για τον Αριστοφάνη η πειθώ είναι κάτι ελαφρύ, χωρίς νου. Αν όμως η πειθώ και ο λόγος δε ζυγίζουν πολύ στη ζυγαριά του Αριστοφάνη, αντιλαμβανόμαστε πως έχει ένα αξιακό σύστημα το οποίο τον φέρνει σε αντίθεση με τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη και άλλους. Και πράγματι, στο τέλος του έργου αναφέρει ονομαστικά τον Σωκράτη (στ. 1491 και κάτω):

χαρίεν ουν μη Σωκράτει παρακαθήμενον λαλείν, αποβαλόντα μουσικήν τα τε μέγιστα παραλιπόντα της τραγωδικής τέχνης. το δ' επί σεμνοίσιν λόγοισι και σκαριφησμοίσι λήρων διατριβήν αργόν ποιείσθαι, παραφρονούντος ανδρός.

Η στάση του Αριστοφάνη υπαγορεύεται από την άποψή του για την τέχνη της πειθούς και τη χρήση του λόγου. Ο Ευριπίδης καταδικάζεται γιατί δίνει στους απλούς πολίτες τη δυνατότητα να εκφράσουν τους εαυτούς τους όπως είναι, ενώ ο Αισχύλος επαινείται γιατί με την τέχνη του βελτιώνει τους πολίτες. Εδώ συγκρούονται δυο φιλοσοφίες, δυο στάσεις απέναντι στους πολίτες. Μια στάση κατά την οποία ο ποιητής βιώνει το μεγαλείο και θέλει να βοηθήσει τους συμπολίτες του να το φτάσουν και αυτοί. Και μια στάση κατά την οποία ο ποιητής αποδέχεται τους συμπολίτες του όπως είναι και προσπαθεί να τους δώσει φωνή, να τους μάθει τον τρόπο να εκφράσουν δημόσιο λόγο.

Το ζήτημα δηλαδή που τίθεται έχει να κάνει με τον μέσο άνθρωπο. Έχει ανάγκη μιας τέχνης που παράγει δέος όπως του Αισχύλου, ή μιας τέχνης παρμένη από την καθημερινότητα που παράγει λόγο όπως του Ευριπίδη; Ποιος είναι, εν τέλει, αυτός ο μέσος άνθρωπος και ποια σχέση οφείλει να έχει με αυτόν η τέχνη;

Η δυσκολία είναι τεράστια. Ποια είναι η ισορροπία μεταξύ παιδαγωγικής και εκπροσώπησης του εκλογικού σώματος; Πότε προσπαθείς να βελτιώσεις τους συμπολίτες σου και πότε προσπαθείς να επιβάλεις τις δικές σου απόψεις στο όνομα μιας υποτιθέμενης βελτίωσης; Πότε τους εκπροσωπείς και πότε υποδαυλίζεις τα πάθη στο όνομα της εκπροσώπησης; Είναι σύνθετα ερωτήματα. Και αποκτούν μια άλλη διάσταση αν τα δούμε από τη σκοπιά του πολιτικού και του πολίτη και όχι μόνο από τη σκοπιά του καλλιτέχνη.

Συγκρούεται μια απλοϊκή οπτική για το εκλογικό σώμα που το εξιδανικεύει με μια πραγματικότητα που πολλές φορές είναι αδυσώπητη, καθώς το εκλογικό σώμα συχνά κάνει επιλογές ανορθολογικές και αυτοκαταστροφικές. Τα ιδανικά του Αριστοφάνη είναι μάλλον σαφή και έχουν να κάνουν με την πόλη. Ο πολίτης πρέπει να βάζει το συμφέρον της πόλης πάνω από το ατομικό συμφέρον, να είναι έντιμος στις συναναστροφές του, να γυμνάζεται, να είναι ανδρείος στον πόλεμο, να ζει λιτά, να αντιλαμβάνεται τη θέση του σε μια κοινωνική ιεραρχία ώστε να πασχίζει να δίνει όλον του τον εαυτό προς δόξαν της πόλης.

Κάτω από αυτό το πρίσμα χρησιμοποιείται το μεγαλείο στην τέχνη για διδακτικούς - πολιτικούς σκοπούς, ενώ ο λόγος εκείνος που εξισώνει τους πολίτες χωρίς να βλέπει διαφορές στην ποιότητα θεωρείται διαλυτικός για τους δημοκρατικούς θεσμούς, δηλαδή για τη διακυβέρνηση και το μέλλον της πόλης.

Ο Αριστοφάνης έχει χαρακτηριστεί από μερικούς ως συντηρητικός επειδή υπερασπίζεται έναν τρόπο ζωής παραδοσιακό και ιεραρχικό. Με βάση αυτα που μόλις είπαμε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολίτης ο οποίος ανησυχεί βαθιά για την πορεία που παίρνει η πόλη και φοβάται τον εκφυλισμό της δημοκρατίας σε φαυλότητα. Το αν οι άξιοι να κυβερνούν ταυτίζονται με τους πλουσίους ολίγους δε διευκρινίζεται.

Ο Ευριπίδης αναφέρεται στη δημοκρατικότητα, προς υπεράσπιση του τρόπου του.

Ευριπίδης: μα τον Απόλλω· δημοκρατικόν γαρ αυτ' έδρων.

Ο Αριστοφανικός Αισχύλος όμως δεν αντιμετωπίζει άμεσα το θέμα της δημοκρατικότητας, με αποτέλεσμα μερικοί ερμηνευτές να κατατάξουν τον Αριστοφάνη στους ολιγαρχικούς. Πηγαίνει κατευθείαν στην ουσία, αντιμετωπίζοντας τον ισχυρισμό του Ευριπίδη μάλλον ως πρόσχημα, παρά ως το πραγματικό πρόβλημα.