Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

βραβεία και σωζόμενα έργα, από Oxford Companion to Classical Literature

Euripides won the dramatic competitions with the trilogy containing Hippolytus in 428, and posthumously with the trilogy containing Bacchae and Iphigeneia at Aulis, produced probably in 405, and on only two other occasions.....

We possess nineteen of the ninety-two plays Euripides is said to have written, and know the titles of about eighty. The plays we possess are of two classes: (i) a selection of ten plays perhaps made c. AD 200 and transmitted with scholia, consisting of Alcestis (438, second prize), Medea (431, third prize), Hippolytus (428, first prize), Andromache (date not known; c.426), Hecuba (date not known; c.424), Trojan Women (415, second prize), Phoenician Women (see PHOENISSAE; between 412 and 408), Orestes (408), Bacchae (405; the scholia are lost), and Rhesus (perhaps not genuine); (ii) part of an alphabetic arrangement of his work comprising plays whose (Greek) titles begin with the Greek letters E to K, namely, Helen (412), Electra (date not known; c.417), Children of Heracles (Heracleidae) (date not known; c.430), Madness of Heracles (date not known; c.417), Suppliant Women (see SUPPLIANTS 2; date not known; c.422), Iphigeneia at Aulis (405; produced with Bacchae), Iphigeneia in Tauris (date not known; c.414), Ion (date not known; c.410), and Cyclops (a satyric drama, probably late). In this second group we therefore have some plays of Euripides that may be considered a representative selection of his work rather than plays selected for a purpose, such as a school curriculum. Very fragmentary remains of several lost plays have turned up on papyri in the twentieth century.

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Βάκχαι, Ευριπίδη


Κεντρικό θέμα στις Βάκχες του Ευριπίδη είναι η σχέση του ατόμου με την παράδοση.

Κανείς ποτέ δεν πρέπει μας
να σκέφτεται πιο πάνω
απ' τους νόμους και τα ήθη.

κούφα γαρ δαπάνα νομίζειν
ισχύν τοδ' έχειν, ότι ποτ' άρα το δαιμόνιον,
το τ' εν χρόνω μακρώ νόμιμον
αεί φύσει τε πεφυκός.

Οι θρησκευτικές παραδόσεις πηγάζουν από τα βάθη του χρόνου και από τη φύση και είναι μάταιος κόπος να προσπαθείς να ερευνήσεις τα ζητήματα αυτά με τον νου. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να τα βάζουν με τους θεούς. Αυτοί κρυπτεύουσι…. και θηρώσιν τον άσεπτον.

Παράδειγμα προς αποφυγήν αποτελεί ο Πενθέας και η οικογένειά του που δεν πίστεψαν στην θεότητα του Διονύσου. Στο τέλος, ο Διόνυσος φανερώνεται ως θεός δεινότατος, καθώς ο Πενθέας κατασπαράσσεται από την ίδια του τη μητέρα και τις γυναίκες συγγενείς του. Ο θεός τρελαίνει τόσο τον άρχοντα της Θήβας όσο και τις γυναίκες και τους τιμωρεί, τον μεν με ατίμωση και θάνατο, τις δε με τη δολοφονία του γιου και ανιψιού τους. Οι άπιστοι που τόλμησαν να υβρίσουν τον Διόνυσο και την μάνα του τιμωρούνται. Μαζί τους οδηγείται στην ατίμωση και ο Κάδμος που προσπάθησε να αποκομίσει όφελος από τη συγγένειά του με έναν θεό στον οποίον δεν πίστευε.

Οι Βάκχες περιέχουν τη συγκλονιστική σκηνή που η Αγαύη αναγνωρίζει το κεφάλι του γιου της και συνειδητοποιεί ότι τον σκότωσε η ίδια. Ο σπαραγμός δε συμβαίνει στη σκηνή. Έχουμε την αφήγηση των γεγονότων από τον έτερο άγγελο και τη συνειδητοποίηση του τι έχει συμβεί από την μητέρα του Πενθέα.

Ο Ευριπίδης μας εξηγεί από την αρχή με το πρόσωπο του Διονύσου ότι η μητέρα του Πενθέα είναι ένοχη ασέβειας προς τον θεό. Ξέρουμε ότι θα τιμωρηθεί και αυτή όπως και ο γιος της. Στην πορεία βλέπουμε την ασέβεια του υιού, ο οποίος ξανά και ξανά αντιτίθεται στη λατρεία του Διονύσου. Το τέλος του έρχεται φυσικά. Μετά τον θάνατό του, ερχόμαστε στην τιμωρία της μητέρας του, μια τιμωρία που ξέραμε από την αρχή ότι θα έρθει. Ο ποιητής δένει το έργο προσεκτικά.

Στάθηκα στο σημείο αυτό γιατί στην πρώτη ανάγνωση έμεινε λίγο μετέωρη μέσα μου η τιμωρία της Αγαύης. Θεώρησα ότι δε θα υπήρχε πρόβλημα αν ο Ευριπίδης μας προϊδέαζε για αυτό που θα γινόταν, αν ξέραμε ότι η Αγαύη είναι ένοχη εξαρχής. Ψάχνοντας το έργο ξανά, βρήκα στην αρχή τους σχετικούς στίχους και απάλλαξα τον ποιητή από την κατηγορία για αυτήν την κακοτεχνία.

Το δεύτερο σημείο που θέλω να σταθώ είναι το πρόσωπο του Διονύσου. Μολονότι μαθαίνουμε πολλά για τον χαρακτήρα του και σε όλο το έργο μας αποκαλύπτεται ότι είναι θεός δεινότατος, ανθρώποισι δ' ηπιώτατος. Όμως η δικαιολογία για το ακραίο των ενεργειών του με προβληματίζει. Ο Κάδμος του λέει πως οι θεοί δεν πρέπει να είναι όμοιοι στην οργή με τους θνητούς. Και εκείνος απαντά: "πάλαι τάδε Ζευς ουμός επένευσεν πατήρ."

"Αυτά ο πατέρα μου ο Δίας από παλιά έχει ορίσει". Κατά πόσον στέκει αυτό ως απάντηση; Πρόκειται για κακοτεχνία του Ευριπίδη; Μήπως θέλει να υπονομεύσει τους θεούς, βάζοντας τη λογική στο στόμα του Κάδμου και κάνοντας τον Διόνυσο να δίνει μια μη απάντηση; Ή μήπως με την παραπομπή στην παράδοση ολοκληρώνεται το έργο ως τραγωδία; Αυτή η τελευταία επιλογή δίνει μια διέξοδο στο πρόβλημα και μου επιτρέπει να θεωρήσω τη συγκεκριμένη τραγωδία ως σπουδαία.

Η διάθεση κριτικής υποδαυλίζεται από την εκπεφρασμένη αντιπάθεια στο πρόσωπο του Ευριπίδη από τον Αριστοφάνη και τον Νίτσε. Θυμίζω ότι ο μεν Αριστοφάνης τον θεωρούσε άτεχνο (Βάτραχοι), ο δε Νίτσε (Η Γέννηση της Τραγωδίας) τον θεωρεί ποιητή του αισθητικού σωκρατισμού που κατέστρεψε την παλαιότερη τραγωδία. Για να σχηματίσω ίδια αντίληψη πρέπει να διαβάσω περισσότερες τραγωδίες.