Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2025

Ορέστης, Ευριπίδη

Πριν το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου ο Ευριπίδης στοχάζεται πάνω στη φύση των δεινών που μας βρίσκουν.

Λοξίᾳ δὲ μέμφομαι,

ὅστις μ' ἐπάρας ἔργον ἀνοσιώτατον,

τοῖς μὲν λόγοις ηὔφρανε, τοῖς δ' ἔργοισιν οὔ.

Ο θεός αποδεικνύεται Ἀμαθέστερός γ' ὢν τοῦ καλοῦ καὶ τῆς δίκης. Αλλά τι μπορούμε οι άνθρωποι να κάνουμε; Δουλεύομεν θεοῖς, ὅ τι ποτ' εἰσὶν οἱ θεοί. 

Έχει δίκιο όμως ο πολίτης να κατηγορεί τη μοίρα του; Λοξίᾳ δὲ μέμφομαι

Μήπως φταίει ο Απόλλωνας και για τον πόλεμο; Δεν πρέπει οι πολίτες που σε μια δημοκρατία αποφασίζουν να σκεφτούν καλά πριν οδηγηθούν σε ενέργειες που μπορεί να έχουν καταστροφικές συνέπειες;

Εκτός από τα δεινά που μας βρίσκουν, στοχάζεται όμως ο ποιητής και στη σύγκρουση ανθρώπινου νόμου και ανθρώπινου πάθους / θείου νόμου. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή έχει μείνει διάσημη για την παρουσίαση του ζητήματος αλλά και στον Ορέστη του Ευριπίδη βλέπουμε ανάγλυφα το ζήτημα στις πολιτικές του διαστάσεις μέσα από τον λόγο του Τυνδάρεω. Υπερασπίζομαι τον νόμο, γιατί αν δεν το κάνω, ο φόνος θα καταστρέψει και την πόλη και όλη τη γη. Πού σταματά το κακό αν με φόνο εκδικούμαστε τον φόνο; Ποιος θα σταματήσει τον φαύλο κύκλο αν όχι ο νόμος που φτιάχνουμε ως πολιτισμένη κοινωνία που ορίζει την τιμωρία των δολοφόνων;

Ἀμυνῶ δ', ὅσονπερ δυνατός εἰμι, τῷ νόμῳ,

τὸ θηριῶδες τοῦτο καὶ μιαιφόνον

παύων, ὃ καὶ γῆν καὶ πόλεις ὄλλυσ' ἀεί.

Απεχθάνομαι τη μοιχεία των δύο κόρων μου, απεχθάνομαι το έγκλημα της Κλυταιμνήστρας, αλλά οι πρόγονοί μας ήξεραν τι έκαναν όταν θέσπισαν την τιμωρία των δραστών.

Ἐρήσομαι δέ, Μενέλεως, τοσόνδε σε·

εἰ τόνδ' ἀποκτείνειεν ὁμόλεκτρος γυνή,

χὡ τοῦδε παῖς αὖ μητέρ' ἀνταποκτενεῖ,

κἄπειθ' ὁ κείνου γενόμενος φόνῳ φόνον

λύσει, πέρας δὴ ποῖ κακῶν προβήσεται;

Καλῶς ἔθεντο ταῦτα πατέρες οἱ πάλαι·

ἐς ὀμμάτων μὲν ὄψιν οὐκ εἴων περᾶν

οὐδ' εἰς ἀπάντημ', ὅστις αἷμ' ἔχων κυροῖ,

φυγαῖσι δ' ὁσιοῦν, ἀνταποκτείνειν δὲ μή.

Δύο διαφορετικές οπτικές για την συγκρότηση της  Πολιτείας, ή αλλιώς της ελληνικότητας, συγκρούονται.

Τυνδάρεως

(Ἑλληνικόν τοι) καὶ τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν.

Μενέλαος

Πᾶν τοὐξ ἀνάγκης δοῦλόν ἐστ' ἐν τοῖς σοφοῖς.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επίλυση του διλήμματος δια της επιείκειας. Θα σταθώ εκεί και δε θα σχολιάσω τα υπόλοιπα, τα σχετικά με τον γάμο και την οικογένεια, τον ρόλο της γυναίκας στη ζωή του άνδρα, τη συμπεριφορά και τα κίνητρα του όχλου, την αντιμετώπιση του δήμου από τον ηγέτη, τη δειλία και τη δολιότητα των πολιτικών, πράγματα που δείχνουν ανάγλυφα πόσο λίγο έχουμε αλλάξει από εκείνα τα χρόνια. Άλλωστε, ο Τρωικός Πόλεμος έγινε ὡς ἀπαντλοῖεν χθονὸς / ὕβρισμα θνητῶν ἀφθόνου πληρώματος.

(Στην φωτογραφία ο περίφημος πάπυρος που έχει τη μουσική σημειογραφία για το διάσημο σημείο: Ὁ μέγας ὄλβος οὐ μόνιμος ἐν βροτοῖς) 


Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2025

Ηλέκτρα, Ευριπίδη

Τελείωσα την ανάγνωση της τραγωδίας με μεγάλη δυσκολία εξαιτίας του βίαιου χαρακτήρα της. Η βία και η αδικία κυριαρχεί στο έργο όπως κυριαρχεί και στη ζωή. Το έργο γράφεται εν μέσω του Πελοποννησιακού Πολέμου, πιθανότατα προς το τέλος της Σικελικής εκστρατείας. Δε θα θεωρήσω άτοπο να σκεφτώ ότι ο Ευριπίδης επιχειρεί με το έργο αυτό να μιλήσει στους Αθηναίους για θέματα που άπτονται του μέλλοντος της πόλης τους, αναζητώντας τα όρια στη βία, δηλαδή τον πόλεμο, και κρίνοντας τα κίνητρα πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις. Ως προς το τελευταίο, εφιστά την προσοχή στην ύβρι που διαπράττει όποιος με τον πλούτο νομίζει ότι είναι κάποιος. Ο χαρακτήρας έχει σημασία, αυτός είναι μόνιμος, τα χρήματα παραμένουν για λίγο.

  ὃ δ' ἠπάτα σε πλεῖστον οὐκ ἐγνωκότα,

  ηὔχεις τις εἶναι τοῖσι χρήμασι σθένων·

  τὰ δ' οὐδὲν εἰ μὴ βραχὺν ὁμιλῆσαι χρόνον.

  ἡ γὰρ φύσις βέβαιος, οὐ τὰ χρήματα.

  ἣ μὲν γὰρ αἰεὶ παραμένουσ' αἴρει κακά·

  ὁ δ' ὄλβος ἀδίκως καὶ μετὰ σκαιῶν ξυνὼν

  ἐξέπτατ' οἴκων, σμικρὸν ἀνθήσας χρόνον.

 Μετά από πολλές στροφές στη σκέψη του, ιδιαίτερα όσον αφορά τα κίνητρα και τελικά την ενοχή της Κλυταιμνήστρας και τη σφοδρότητα του πάθους της Ηλέκτρας, μας αποκαλύπτει την περίφημη αλήθεια για τον Τρωικό -και κάθε- πόλεμο:

 Ἑλένη τε θάψει· Πρωτέως γὰρ ἐκ δόμων

  ἥκει λιποῦσ' Αἴγυπτον οὐδ' ἦλθεν Φρύγας·

  Ζεὺς δ', ὡς ἔρις γένοιτο καὶ φόνος βροτῶν,

  εἴδωλον Ἑλένης ἐξέπεμψ' ἐς Ἴλιον.

Και καταλήγει ότι η μοίρα και οι άσοφες γνώμες των θεών καθοδηγούν τη ζωή των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα, το είδαμε.

  μοῖρά τ' ἀνάγκης ἦγ' ᾗ τὸ χρεών,

  Φοίβου τ' ἄσοφοι γλώσσης ἐνοπαί. 

Νομίζω ότι με αυτό το έργο μας καλεί να σκεφτούμε για τα κίνητρά μας και μας προειδοποιεί πως αν δε βάλουμε όριο στο πάθος μας και δε ζήσουμε με περίσκεψη και δικαιοσύνη η ζωή μας δε θα εξελιχθεί όπως θα θέλαμε.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Κύκλωψ, Ευριπίδη

 Οι πρώτες ερωτήσεις που κάνει ο Οδυσσέας για τους κατοίκους στην Αίτνα της Σικελίας είναι πού έχουν την πόλη τους, πώς κυβερνώνται, πού έχουν τα χωράφια τους και αν φτιάχνουν κρασί. Τον ενδιαφέρει δηλαδή το επίπεδο του πολιτισμού τους. Και φυσικά φρίττει όταν μαθαίνει ότι είναι απολίτιστοι, χωρίς κυβέρνηση, χωρίς γεωργία, χωρίς οινοποιία, κανίβαλοι. 

Δεν είναι τυχαίο που ο Ευριπίδης βάζει στο στόμα αυτών των αγροίκων τα περίφημα λόγια τα σχετικά με τον πλούτο:

Ὁ πλοῦτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός,

τὰ δ' ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφία.


Και συνεχίζει:

Ἁγὼ οὔτινι θύω πλὴν ἐμοί, θεοῖσι δ' οὔ,

καὶ τῇ μεγίστῃ, γαστρὶ τῇδε, δαιμόνων.

Ὡς τοὐμπιεῖν γε καὶ φαγεῖν τοὐφ' ἡμέραν,

Ζεὺς οὗτος ἀνθρώποισι τοῖσι σώφροσιν,

λυπεῖν δὲ μηδὲν αὑτόν. Οἳ δὲ τοὺς νόμους

ἔθεντο ποικίλλοντες ἀνθρώπων βίον,

κλαίειν ἄνωγα· τὴν ἐμὴν ψυχὴν ἐγὼ

οὐ παύσομαι δρῶν εὖ, κατεσθίων γε σέ.


Πρόκειται για στάση ζωής, το να βάζει κανείς την καλοπέρασή του πάνω από οτιδήποτε, να μετράει τα πάντα με μέτρο τον πλούτο, να προσπαθεί με κάθε τρόπο να μη λυπάται. Σε αυτόν τον τρόπο ζωής ο Ευριπίδης αντιπαραθέτει δια του Οδυσσέα μια άλλη στάση ζωής βαθιά πολιτική και ανθρώπινη. Σε τέτοιο βαθμό που και οι ίδιοι οι θεοί κρίνονται από το αν υπερασπίζονται τους αδύνατους.

Σύ τ', ὦ φαεννὰς ἀστέρων οἰκῶν ἕδρας

Ζεῦ ξένι', ὅρα τάδ'· εἰ γὰρ αὐτὰ μὴ βλέπεις,

ἄλλως νομίζῃ Ζεὺς τὸ μηδὲν ὢν θεός.


Χωρίς να κάνει πολιτική ανάλυση, πρόκειται άλλωστε για σατυρικό δράμα και όχι για τραγωδία, ο Οδυσσέας επιλέγει να κινδυνέψει ο ίδιος για να κάνει αυτό που είναι δίκαιο και να σώσει τους συντρόφους του.

Καίτοι φύγοιμ' ἂν κἀκβέβηκ' ἄντρου μυχῶν·

ἀλλ' οὐ δίκαιον ἀπολιπόντ' ἐμοὺς φίλους

ξὺν οἷσπερ ἦλθον δεῦρο σωθῆναι μόνον.


Και όλα αυτά ενώ διαρκώς τονίζονται οι χαρές της ζωής με τη συνεχή αναφορά στον θεό Διόνυσο. "Μέγιστος ἀνθρώποισιν ἐς τέρψιν βίου." Η χαρά και η ομορφιά δεν είναι ασύμβατες με τη δικαιοσύνη και την αρετή.