Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2025

Κύκλωψ, Ευριπίδη

 Οι πρώτες ερωτήσεις που κάνει ο Οδυσσέας για τους κατοίκους στην Αίτνα της Σικελίας είναι πού έχουν την πόλη τους, πώς κυβερνώνται, πού έχουν τα χωράφια τους και αν φτιάχνουν κρασί. Τον ενδιαφέρει δηλαδή το επίπεδο του πολιτισμού τους. Και φυσικά φρίττει όταν μαθαίνει ότι είναι απολίτιστοι, χωρίς κυβέρνηση, χωρίς γεωργία, χωρίς οινοποιία, κανίβαλοι. 

Δεν είναι τυχαίο που ο Ευριπίδης βάζει στο στόμα αυτών των αγροίκων τα περίφημα λόγια τα σχετικά με τον πλούτο:

Ὁ πλοῦτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός,

τὰ δ' ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφία.


Και συνεχίζει:

Ἁγὼ οὔτινι θύω πλὴν ἐμοί, θεοῖσι δ' οὔ,

καὶ τῇ μεγίστῃ, γαστρὶ τῇδε, δαιμόνων.

Ὡς τοὐμπιεῖν γε καὶ φαγεῖν τοὐφ' ἡμέραν,

Ζεὺς οὗτος ἀνθρώποισι τοῖσι σώφροσιν,

λυπεῖν δὲ μηδὲν αὑτόν. Οἳ δὲ τοὺς νόμους

ἔθεντο ποικίλλοντες ἀνθρώπων βίον,

κλαίειν ἄνωγα· τὴν ἐμὴν ψυχὴν ἐγὼ

οὐ παύσομαι δρῶν εὖ, κατεσθίων γε σέ.


Πρόκειται για στάση ζωής, το να βάζει κανείς την καλοπέρασή του πάνω από οτιδήποτε, να μετράει τα πάντα με μέτρο τον πλούτο, να προσπαθεί με κάθε τρόπο να μη λυπάται. Σε αυτόν τον τρόπο ζωής ο Ευριπίδης αντιπαραθέτει δια του Οδυσσέα μια άλλη στάση ζωής βαθιά πολιτική και ανθρώπινη. Σε τέτοιο βαθμό που και οι ίδιοι οι θεοί κρίνονται από το αν υπερασπίζονται τους αδύνατους.

Σύ τ', ὦ φαεννὰς ἀστέρων οἰκῶν ἕδρας

Ζεῦ ξένι', ὅρα τάδ'· εἰ γὰρ αὐτὰ μὴ βλέπεις,

ἄλλως νομίζῃ Ζεὺς τὸ μηδὲν ὢν θεός.


Χωρίς να κάνει πολιτική ανάλυση, πρόκειται άλλωστε για σατυρικό δράμα και όχι για τραγωδία, ο Οδυσσέας επιλέγει να κινδυνέψει ο ίδιος για να κάνει αυτό που είναι δίκαιο και να σώσει τους συντρόφους του.

Καίτοι φύγοιμ' ἂν κἀκβέβηκ' ἄντρου μυχῶν·

ἀλλ' οὐ δίκαιον ἀπολιπόντ' ἐμοὺς φίλους

ξὺν οἷσπερ ἦλθον δεῦρο σωθῆναι μόνον.


Και όλα αυτά ενώ διαρκώς τονίζονται οι χαρές της ζωής με τη συνεχή αναφορά στον θεό Διόνυσο. "Μέγιστος ἀνθρώποισιν ἐς τέρψιν βίου." Η χαρά και η ομορφιά δεν είναι ασύμβατες με τη δικαιοσύνη και την αρετή.